Monday, June 18, 2007

ΜΠΑΝΑΚΙ-ΜΑΝΑΚΙ





Κυριακή χτες. 17 Ιουνίου. Η ζέστη αφόρητη, ο ήλιος να καίει και εγώ να κοιμάμαι σαν το μοσχάρι μέχρι τη μία το μεσημέρι.
Χτυπάει τηλέφωνο.
«Ναι;» -προσθέτουμε ηχητικά εφέ, όπως χασμουρητό, φωνή κλεισμένη από το ξενύχτι και τα τσιγάρα, μη μιλήσει κανείς για την μυρωδιά της ανάσας μετά από τόσες ώρες κλεισούρας.
«Έλα», πάμε για μπάνιο;»
«Που;» το απότομο ξύπνημα, λόγω τηλεφώνου, δεν επιτρέπει απαντήσεις μεγαλύτερες της μίας λέξης.
«Δεν ξέρω, θα πάρω το φίλο μου τον Παναγιώτη και θα δούμε».
«Καλά θα τα πούμε αργότερα».

Το τηλέφωνο κλείνει. Σηκώνομαι από το κρεβάτι τρεκλίζοντας, η μέση μου είναι πιασμένη –από τον ύπνο και την επαναστατική μου άρνηση να αθληθώ-, πάω στο μπάνιο, κατουράω, πλένω τη μούρη μου, φοράω τα γυαλιά μου –καθότι ημίτυφλη χωρίς αυτά-, ανοίγω τα παντζούρια μου και σκάει πάνω μου το πρώτο κύμα ζέστης.
Έχω δύο επιλογές, καθότι Κυριακή. Να σαπίσω στο σπίτι, να μην κουνηθώ καθόλου ή να πάω για μπάνιο. Παίρνω λοιπόν ξανά τηλέφωνο.
«Πάμε για μπάνιο».
«Ωραία».
«Που;» -παρότι έπεσε νερό στη μούρη, ο εγκέφαλος συνεχίζει να επιτρέπει μονάχα μονολεκτικές φράσεις, άντε και των τριών λέξεων.
Με τα πολλά έμαθα πως θα πάμε πέρα από το Γραμματικό. Έπρεπε λοιπόν να διασχίσω την Αττική, να ξεκινήσω από Μεσόγεια για να φτάσω Άγιο Αντώνιο –με περιβολή μπάνιου!!!- για να με παραλάβουν με το αυτοκίνητο.
Όντως το έκανα. Παρέβλεψα πως με κοιτούσαν σαν την τρελή στο μετρό –φορούσα φορεματάκι άνετο, καθόλου κολακευτικό για τα παραπανίσια μου κιλά και μια πουκαμίσα μακριμάνικη από πάνω για να γλιτώσω λίγο από τον ήλιο.
Έφτασα στον Άγιο Αντώνιο, μπήκα στο αυτοκίνητο και με το γιο της φίλης μου να κλάνει ασύστολα και βρωμερά, και ξεκινήσαμε το ταξιδάκι για να φτάσουμε πέρα από το Γραμματικό.
Περάσαμε την Εθνική, περάσαμε το Καπανδρίτη, τον Βαρνάβα, το Γραμματικό και συναντώντας εκεί δεύτερο αυτοκίνητο –φίλου του φίλου της φίλης μου- συνεχίσαμε τον δρόμο μας. Κάποια στιγμή περάσαμε από ένα κόψιμο των βράχων στα δύο, ένιωσα σαν την Αργώ όταν περνούσε τις Συμπληγάδες Πέτρες και ξαφνικά βγήκαμε από τον πολιτισμό. Χωματόδρομος, όχι απλά με χωματάκι και πετρούλες, αλλά με βράχους και κοτρόνες. Η φίλη μου αρχίζει να αγχώνεται. Το αυτοκίνητο είναι μόλις μιας εβδομάδας.
«Μην αγχώνεσαι», της απαντάει ο φίλος. «Για να βρεις καλή παραλία, πρέπει να φύγεις λίγο πιο μακριά, να ταξιδέψεις».
Ώπα, σκέφτηκα, αρχίσαμε και τα διανοουμενοφιλοσοφίζοντα. Τι θα ακολουθήσει; Γιόγκα στο αυτοκίνητο;
Το κορίτσι δεν βγάζει μιλιά και συνεχίζει, βογκώντας κάθε φορά που άκουγε μια πέτρα να σκάει κάτω από το ολόφρεσκο μεταφορικό της.
Με τα πολλά και κατά καιρούς γλιτώνοντας να πέσουμε στο γκρεμό από θαύμα, φτάσαμε στην παραλία. Πράγματι δεν είχε κόσμο. Με μεγάλα βότσαλα, μια εκκλησία που είχε μετατραπεί σε εξοχικό Πακιστανών μεταναστών, οι οποίοι έψηναν το σουβλάκι τους και έκαναν το μπανάκι τους –πολύ τους ζήλεψα, καθότι έφυγα από το σπίτι βιαστικά και ήδη με είχε κόψει η πείνα- με αρκετή ησυχία και σχεδόν καθόλου κόσμο, είπα πως πράγματι, άξιζε η ταλαιπωρία. Ωραία ήταν εκεί. Μόλις ετοιμαστήκαμε όμως να στρώσουμε πετσέτες και τα συναφή μας λέει ο φίλος:
«Δεν είναι εδώ, θα πάμε παρακάτω».
Κοιτάζω η γυναίκα παρακάτω, δεν βλέπω τίποτα. Η παραλία τελείωνε σε μια κάθετη γκρεμίλα, με βράχους λείους από τη θάλασσα, σχεδόν κάθετους και ένα σκουριασμένο συρματόπλεγμα να χωρίζει τους βράχους από τον αρχαιολογικό χώρο του Ραμνούντα.
«Που παρακάτω;» τόλμησα να ρωτήσω, αλλά ο φιλοσοφημένος σαραντάρης που ακόμα έμενε με τους γονείς του δεν μπήκε στον κόπο να μου απαντήσει. Προχώρησα λοιπόν κι εγώ με την ελπίδα να μου έχει ξεφύγει της προσοχής μου κάποιο μονοπατάκι, κάποια δίοδος.
Φευ! Όταν τον είδα να ανεβαίνει στους βράχους με μοναδικό στήριγμα το σκουριασμένο συρματόπλεγμα, με έπιασε σύγκρυο. Έμεινα λίγο σκεπτική, είδα όμως και τη φίλη μου με την απόγνωση ζωγραφισμένη στο μάτι, να έχει βουτήξει τσάντα και παιδί και να ξεκινάει κι εκείνη. Πήρα μια βαθιά αναπνοή και γαντζώθηκα κι εγώ στο συρματόπλεγμα. Στον ένα ώμο κράταγα την τσάντα, στο άλλο χέρι την παντόφλα –γιατί παντόφλα έχω μάθει να φοράω όταν πάω για μπάνιο, όχι ορειβατικά!- και έκανα την απόπειρα. Ευτυχώς πέτυχε και σύντομα βρέθηκα στην απέναντι πλευρά με την αδρεναλίνη μου να έχει ανέβει στα ύψη.
Εκεί είχαν ήδη απλώσει τα πράγματά τους οι «χίπιδες» φίλοι του φίλου, έχοντας μαζί και δύο παιδάκια εννιά χρονών. Ο μπάφος είχε ήδη ανάψει και έκανε γύρες, εμείς ευτυχώς ως αουτσάιντερς δεν θεωρηθήκαμε άξιες να συμπεριληφθούμε στο γύρο.
Η αλήθεια είναι πως η θάλασσα ήταν πολύ όμορφη, δροσερή, έσφιξε και για καμιά βδομάδα ο κώλος μας, έκλεισαν οι πόροι, οι πέτρες όμως και τα βότσαλα ήταν τόσο κοφτερά που σχεδόν δεν μπορούσαμε να σταθούμε.
Αργότερα, κατά τις οκτώ το βράδυ είπαμε να ξεκινήσουμε το μεγάλο ταξίδι της επιστροφής. Αφού μάθαμε πως η μια εκ των φίλων του φίλου της φίλης μου, σκληραγωγεί τα παιδιά της για να μην αγχώνεται μήπως πάθουν τίποτα, τους είδαμε να σκαρφαλώνουν στην κορυφή ενός βράχου και να κάνουν γιόγκα –ή τέλος πάντων να λένε πως διαλογίζονται, έρχονται σε επαφή με τη φύση κτλ-, παρακολουθήσαμε το ταξίδι ενός δεύτερου μπάφου –από το οποίο ευτυχώς αποκλειστήκαμε ξανά, και απλώς αναρωτηθήκαμε τι ‘φταίγαν τα παιδάκια να φάνε το ντουμάνι- αφού αποφασίσαμε επιτέλους πως αρκετά όλη η ταλαιπωρία, ας γυρίσουμε στην Αθήνα, να φάμε τίποτα γιατί μας είχε κόψει λόρδα, υποστήκαμε ξανά τη διαδικασία του σκαρφαλώνειν τους βράχους, κρεμάμενοι από το σκουριασμένο συρματόπλεγμα, και γυρίσαμε πίσω.
Έτσι όπως ήμασταν, με τα ρούχα του μπάνιου, το αλάτι και την πείνα της θάλασσας καταλήξαμε σε συμπαθητικό εστιατόριο σε ταράτσα του Ψυρρή, να αναρωτιόμαστε το εξής απλό:

Γιατί αυτή η γενιά των σημερινών σαραντάρηδων είναι τόσο καμένη; Και όχι μόνοι αυτοί. Γιατί πρέπει ο κόσμος να χωρίζεται στους γιάπηδες και στους χύμα – η ορολογία του γράφοντος. Γιατί δεν μπορεί ένας άνθρωπος να είναι εναλλακτικός χωρίς να τρέχει απαραίτητα σε κάθε ραχούλα και να κάνει μπάφους μπροστά στα παιδιά του; Γιατί να μην έχει μια καλή δουλειά χωρίς να πάει το καλοκαίρι στη Μύκονο ή στα καλύτερα ξενοδοχεία –ή στα χειρότερα, αλλά απαραίτητα ξενοδοχεία;
Αυτό αναρωτιόμασταν. Γιατί πρέπει ο κόσμος να είναι τόσο των άκρων… Υπάρχουν τόσο όμορφα πράγματα στο ενδιάμεσο…

Τέλος πάντων. Το συμπέρασμα ήταν πως άσχετα με την παρέα, έκανα το πρώτο μου μπάνιο, έβρεξα την κορμάρα μου στην Βόρεια Αττική και από τα σκαρφαλώματα έχει σφίξει ο γλουτός.

Άντε και την επόμενη εβδομάδα –κάπου πιο ανθρώπινα, ελπίζω…