Monday, October 01, 2007

Απορία:

Άμα την κάνεις από τη δουλειά σου με άδεια, σε μια περίοδο με αυξημένη θα λέγαμε πίεση και μόλις γυρίσεις –με δυσκοιλιότητα και πιάσιμο σε όλο σου το σώμα, γιατί στα εξωτερικά πηγές, τρομάρα σου, και ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΑ ΔΕΙΣ ΟΛΑ!- και σε κυνηγάει το συμπούρμπουλο για τρεις εβδομάδες, ποιος φταίει;


Άμα καλά-καλά δεν προλαβαίνεις να φας το μεσημέρι, κάνεις δεκαπέντε πράγματα ταυτόχρονα και αναρωτιέσαι αν η ενασχόληση με περισσότερα του ενός αντικείμενα μπορεί να οδηγήσει στην σχιζοφρένεια, ποιος φταίει (ξανά);

Το συμπούρμπουλο –ας πρόσεχε και λίγο και ας έδειχνε και λίγη κατανόηση. Διακοπές πήγες, σου περίσσευε άδεια, σηκώθηκε και έφυγες!

Η κακιά σου τύχη- γιατί μόνο αυτή μπορεί να φταίει που όταν γύρισες μετά από εννιά μέρες, είχε μαζευτεί τόση δουλειά που θα χρειαστεί να κλωνοποιηθείς για να την τελειώσεις στην ώρα της.

Εσύ, που ως μαλάκας και για να το παίξεις μάγκας, σηκώθηκες κι έφυγες, ενώ οι υπόλοιποι έλιωναν στην δουλειά. Φά’ τα τώρα…

Tuesday, September 04, 2007

Το μπάτσελορ




Την Παρασκευή το βράδυ ήταν το μπάτσελορ πάρτυ της φίλης μου της Σοφίας, η οποία παρ’ ότι νέα και έξυπνη κοπέλα, αποφάσισε να παντρευτεί. Δούλευα όλο το πρωί και το βράδυ ίσα που πρόλαβα να γυρίσω σπίτι μου, να κάνω ένα μπάνιο –έβαλα τζινάκι, οπότε δε χρειάστηκε να ξυρίσω γάμπα-, να βαφτώ, να φορέσω την Μπίρκενστοκ-Παπίγιο παντόφλα μου και να ξεκινήσω το ταξίδι μου στη νυχτερινή Αθήνα, για γιορτάσουμε την τελευταία –άντε προτελευταία ημέρα ελευθερίας της φίλης μου.

Παρ’ ότι όλη την εβδομάδα είχα την εντύπωση πως θα πηγαίναμε σε στριπερί, όπως κάθε παρέα με μελλόνυμφη που σέβεται τον εαυτό της, παρ’ όλ’ αυτά καταλήξαμε στα μπουζούκια και δη στον Θάνο Πετρέλη. Ο Βέρτης ήταν ήδη τίγκα μας είπανε…

Ήμασταν περί τις 11 κοπελούδες μαζεμένες σε ένα τραπέζι με καλό φενγκ σούι. Από τη μία έβγαζε ντουγρού στην πίστα, από την άλλη ντουγρού στην τουαλέτα.

Μετά από λίγη ώρα και μερικά ουισκάκια το κέφι ανέβηκε τόσο πολύ που όχι μόνο ανέβηκα στη σκηνή να χορέψω τσιφτετέλι με την παντόφλα, ανάμεσα σε δίμετρες (από το πολύ τακούνι) καλλονές, ντυμένες με την τελευταία λέξη της μόδας στη νυχτερινή διασκέδαση, αλλά ανέβηκα ακόμα και σε καρέκλα –πέταξα την παντοφλίτσα βέβαια, μην λερώσω το ύφασμα- και λίκνισα την κορμάρα μου στους ένρινους ήχους του Θάνου –Έλβις- Πετρέλη (τι μαλλί είναι αυτό, καλε;).

Δεν θα σχολιάσω τίποτα. Περάσαμε υπέροχα, γύρισα περασμένες έξι σπίτι μου και ξεπατώθηκα να κουνάω κώλο και μέση. Την άλλη μέρα δεν μπορούσα να περπατήσω. Ο δεξιός γλουτός είχε κοκαλώσει από το πολύ πήγαινε-έλα (του χορού μόνο, δεν θέλω σχόλια!)

Θα το ξανακάνω κάποια στιγμή. Σε πέντε-έξι χρονάκια βέβαια, αλλά χρειάζεται κι αυτό στην καθημερινότητά μας…

Άντε και στα δικά σας!

Sunday, August 26, 2007

Ημέρα: Σάββατο, 25 Αυγούστου 2007
Ώρα: 16.00
Οδός: Σταδίου
Απέναντι από την παλιά Βοιυλή.
Όταν στην Αθήνα έβρεχε στάχτη.

Thursday, August 23, 2007

Οι εκλογές



Αχ, γλυκός Αύγουστος, οι βάρβαροι δεν έχουν γυρίσει ακόμα στην Αθήνα, στο μετρό έχει πάντα θέση, οι δρόμοι είναι άδειοι και τα ταξί πρόθυμα. Τουλάχιστον αυτό συνέβαινε μέχρι πριν από λίγες μέρες. Μέχρι που ανακοινώθηκαν οι εκλογές. Ξαφνικά όλα άρχισαν να τρέχουν. Τα κομματόσκυλα σπεύδουν στις βάσεις τους, κτίρια χαρακτηρισμένα δομικά ακατάλληλα μετατρέπονται σε εκλογικά κέντρα (βλ. μεγάλο εκλογικό κέντρο στη Σταδίου, στην πλατεία Κοραή), οι επικοινωνιολόγοι διακόπτουν τις διακοπές τους συντομότερα κι από τους δημόσιους υπάλληλους και φυσικά οι υποψήφιοι αρχίζουν να ονειρεύονται μεγαλεία.
Θα σας περιγράψω λοιπόν το σκηνικό που έζησε η φίλη μου η Κ επιστρέφοντας με το ΚΤΕΛ στις δώδεκα το βράδυ στην Αθήνα –επειδή απλά τελείωσε η άδειά της και όχι επειδή ενθουσιάστηκε με τις εκλογές.
Κάθεται, που λέτε, στο ΚΤΕΛ και σκεβρώνει, δύο μέτρα γυναίκα. Επικρατεί ησυχία, κάπου απόμακρα μόνο ακούγονται τα σκυλάδικα του οδηγού. Ξαφνικά χτυπάει το τηλέφωνο. Μια γυναίκα σαρανταφεύγα και λίγους μήνες παραπάνω, με βραχιόλια στα χέρια και τα πόδια, τύπου «ήμουν-κι-εγώ-παιδί-των-λουλουδιών», με αεράτη παντελόνα και φαρδιά -πλην σικ- πουκαμίσα σηκώνει το τηλέφωνο.
«Ναι;… Άντε! Πότε το έμαθες; Καλά και δεν το έμαθα εγώ; … Όχι, όχι, σε κλείνω! Πρέπει να μιλήσω με τον Λούλη και να οργανώσουμε το σχέδιο δράσης μου!»
Και να δεν χρειάστηκε πολύ για να καταλάβει η φίλη μου η Κ, παρ’ ότι η βαφή της έχει κάψει ολοσδιόλου τα εγκεφαλικά κύτταρα, επιβεβαιώνοντας πως δεν χρειάζεται να είσαι ξανθιά για να παθαίνεις βλάβη, πως η πρώην χίπισσα κατεβαίνει υποψήφια στις εκλογές. Ή αυτό ή ήταν η νέα κομμάντο της ελληνικής αστυνομίας.
Η κυρούλα πήρε διάφορα τηλέφωνα –ουρλιάζοντας από χαρά στις 12 το βράδυ!!!- για να μοιραστεί τον ενθουσιασμό της με γνωστούς και αγνώστους, για να καταλήξει να σταματήσει την ηχορρήπανση με την τελειωτική ατάκα στην κόρη της:
«Και μην αργήσεις σήμερα! Έχουμε αγώνα αύριο!»
Ναι, καλή μου. Εσύ και ο ΟΠΑΠ.

Το μόνο θέμα όμως είναι πως η Ελλάδα θα γεμίσει άχρηστες αφίσες –η τοιχοκόλληση των οποίων είναι παράνομη!- και φέιγ βολάν, θα καταστραφούν ένας θεός ξέρει πόσα δέντρα και θα βρομίσει η χώρα τόσο πολύ απ’ όσα πετάξουν την επομένη των εκλογών, που θα θέλει μήνες για να καθαρίσει. Και γιατί όλο αυτό;
Για να βγει είτε το ένα κόμμα είτε το άλλο. Αφού δεν έχει σημασία. Τι Γιάννη το λες, τι Γιαννάκη, δεν αλλάζει το πακέτο.
Εμείς μόνο θα συνεχίσουμε να έχουμε προβλήματα. Οι υπόλοιποι, χάσουν-κερδίσουν πάλι από εμάς θα τα τρώνε… Οπότε why bother?
Δημοκρατία είναι αυτό; Ολιγαρχία είναι. Και από τις χειρότερες μορφές της. Γιατί σήμερα παραμυθιαζόμαστε πως ζούμε στο ένα σύστημα, ενώ στηρίζουμε και υποστηρίζουμε το άλλο…

Friday, August 17, 2007

Η Oδύσσεια μιας ταπεινής και κατακτυπημένης πατούσας


ή
Πώς πέρασε η κουτσή Μαρία στο Δουβλίνο


Διακοπές, αχ, διακοπές… Όποιος λέει αυτή τη λέξη, φαντάζεται παραλίες, αμμουδιές, ατελείωτα ρεμβάσματα στο κενό, σαπίλες στις ξαπλώστρες, αλκοόλ μέχρι τελικής πτώσης, αλλά πάνω απ’ όλα φαντάζεται ήλιο, ζέστη και θάλασσα.
Όποιος λέει αυτή τη λέξη; Όποιος, όποιος;
Όχι βέβαια! Η μικρή Μαρία αποφάσισε πως οι δικές της διακοπές θα ήταν εκτός Ελλάδος, κάπου βόρεια, κάπου όπου δεν θα ξυπνάει το βράδυ από τον καύσωνα και θα νιώθει σαν προτηγανισμένη τηγανιτή πατάτα έτοιμη να βγει από το τηγάνι (!). Κάπου όπου δε θα χρειαζόταν να φορέσει γυαλιά ηλίου, ή να κουβαλάει μαζί της αντηλιακό. Οι διακοπές της μικρής Μαρίας θα ήταν διακοπές δροσερές, ξεκούραστες, γεμάτες νέες εικόνες και εμπειρίες.

Και αποφάσισε να επισκεφτεί τη φίλη της τη Ζ στο Δουβλίνο.
Νομίζω πως εδώ μπορούμε να αφήσουμε το αφηγηματικό τρίτο πρόσωπο και να μιλήσουμε έξω από τα δόντια.
Λοιπόν!

Το ταξίδι με το αεροπλάνο κράτησε περίπου έξι ώρες –μπες, βγες, άλλαξε πτήση. Από αυτές, οι τρεις ώρες ήταν στο αεροσκάφος της KLM, όπου έχοντας ξενυχτήσει ολόκληρο το βράδυ –πετούσαμε στις 5.00 το πρωί, άρα από τις 3.30 ήμασταν στο αεροδρόμιο-, περιμέναμε σαν λυτρωτική τη στιγμή που θα μας προσέφεραν πρωινό. Η χαρά μας εξανεμίστηκε όμως όταν πάρκαραν μπροστά μας ένα πακετάκι τύπου «Περιέχω-τροφή-σε-μορφή-χαπιών-δε-χρειάζεται-να-φάτε-κάτι-άλλο» το οποίο περιείχε μια τεράστια ποσότητα από μια χημική ένωση που αν είχε πετύχει, θα παρήγαγε γιαούρτι.
Δε γαμιέται, λέμε, θα το φάμε!
Αν θυμάμαι καλά είχε γεύση φράουλα, καθώς και κάτι κομματάκια που αν ήσουν αρκετά αφελής θα τα περνούσες για πραγματική φράουλα. Το χημικό γιαούρτι συνοδευόταν από ένα ψωμάκι με βουτηράκι-μαρμελάδα ή αν το επέλεγες τυράκι, το οποίο πραγματικά θύμιζε σκηνές από ταινίες τρόμου…

Η πτήση δεν μπορώ να πω αν ήταν καλή ή όχι, γιατί κοιμόμουν σαν το μοσχάρι τις περισσότερες ώρες. Η Ζ από δίπλα μου κόντευε να πάθει συμφόρεση από την χαρά της που θα επέστρεφε τελικά στο Δουβλίνο μετά από ένα μήνα διακοπές στην Ελλάδα, που της φάνηκαν ένα ατελείωτο μαρτύριο. Και εκεί που έχουμε αλλάξει πτήση και πλέον μας μεταφέρει ασφαλώς και με επιτυχία η Aer Lingus (Άμστερνταμ- Δουβλίνο), συνεχίζω να κοιμάμαι σαν το μοσχάρι και να ροχαλίζω ελαφρώς, ακούω ξαφνικά από δίπλα μου τις φωνές της ευτυχίας: «Φτάσαμε, φτάσαμε! Ξύπνα! Δουβλίνο! Δουβλινάκι μου!».
Αποβιβαστήκαμε από το αεροπλάνο για να ανακαλύψω πως το αεροδρόμιο της Βορειοευρωπαϊκής αυτής χώρας δεν έχει και πολλές διαφορές από το δικό μας παλιό, καλό Ελληνικό. Αυτό ήδη μέτρησε στα υπέρ της χώρας την οποία επισκεπτόμουν. Το πολύ κυριλέ με είχε κουράσει.
Έχοντας συνηθίσει να ζω σε μια πόλη άλλωστε που θα παθαίναμε κρίσεις απεξάρτησης αν απομάκρυνε κανείς την μόλυνση από πάνω μας, χρειαζόμουν να δω λίγη μπίχλα.
Βέβαια οι δύο μπίχλες δεν συγκρίνονται. Οι Ιρλανδοί αρέσκονται –όπως ως γνωστόν και οι Βρετανοί- σε μειωμένες συνθήκες υγιεινής, παρ’ ότι οι δρόμοι τους κτλ είναι πολύ φροντισμένα. Φυσικά αυτό το σχόλιο δεν έχει καμία σχέση με την άποψή μου για τους ανθρώπους και τη χώρα –και τα δύο τα λάτρεψα, αλλά ας λέμε και τα πράγματα με το όνομά τους:
Δεν θέλω να πλένω τα βρακιά μου στο ίδιο πλυντήριο που τα πλένει και οποιοσδήποτε άλλος!


Τέλος πάντων. Αφού φάγαμε ένα ωραίο πρωινό στο κέντρο της πόλης, επιστρέψαμε στο σπιτάκι της Ζ, το οποίο με πραγματική αγάπη ονομάζει και η ίδια «Ποντικότρυπα». Το πρώτο πράγμα που κάναμε ήταν να καθαρίζουμε επί τρεις ώρες, για να ρίξω το απογευματάκι τον πρώτο μου υπνάκο. Έλα μου όμως που το πάπλωμα ακόμα πλενόταν και δεν είχαμε πλύνει ακόμα την κουβέρτα (ή ήταν το ανάποδο;). Το κρύο και η υγρασία που έκανε ήταν απερίγραπτα. Αφού έβαλα και το μπουφάν μου από πάνω μπας και ζεσταθώ…
Το βραδάκι η Ζ μου είχε υποσχεθεί να με κυκλοφορήσει, να δω τη νυχτερινή ζωή της πόλης. Με πήγε λοιπόν σε ένα μεταλλάδικο, όπου σύχναζαν πολλοί φίλοι και γνωστοί. Περίμενα να φρικάρω περισσότερο, η ατμόσφαιρα όμως ήταν αρκετά καλή για τη δική μου μυγιάγγιχτη αντίληψη των πραγμάτων. Άλλωστε την μουσική που άκουγαν εκεί μέσα, την άκουγα όταν ήμουν δώδεκα, οπότε το λιγότερο που προέκυψε ήταν ένα ευχάριστο αίσθημα νοσταλγίας των ανέμελων παιδικών μου χρόνων… Εκεί στο μεταλλάδικο περίμεναν με ανοιχτές αγκάλες τη Ζ, ο K –Ισπανός, ζει ήδη τρία χρόνια και εργάζεται εκεί-, η Α –ένα τρομακτικό πλάσμα 1,85 m, 150 kg,- και ο Αl –Βρετανός, ο πιο συμπαθητικός ίσως ανάμεσα στους βρυχώμενους μαλλιάδες.
Το ενδιαφέρον είναι πως από τότε που απαγορεύτηκε το κάπνισμα σε όλους τους χώρους και δεν καπνίζει κανείς πια στις pub και στα club, είναι διάχυτη στο χώρο μια μυρωδιά χλιαρής μπύρας και ιδρώτα την οποία δύσκολα συνηθίζει κανείς.

Το δεύτερο βράδυ η Ζ με πήγε σε ένα γκοθάδικο. Είχαν ήδη ξεκινήσει τα πατουσοπροβλήματα, τα παπούτσια μου είχαν προκαλέσει τρομακτικές φουσκάλες που θα τις ζήλευε και θύμα πυρκαγιάς, με αποτέλεσμα να περπατώ σαν τον κούτσαβλο.
Στο γκοθάδικο τα βρήκα λίγο σκούρα. Ήταν αρκετά σκοτεινά και υγρά –υπόγειο γαρ- ενώ για να καλύψουν τη μυρωδιά της αποχεύτεσης άναβαν συνέχεια αρωματικά στικ. Ο ιδιοκτήτης του club, ο Gr., εργάζεται τα πρωινά ως βιβλιοθηκάριος στην πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη του Trinity, ενώ τα Σαββατοκύριακα φοράει τις τεράστιες μπότες με τα μεταλλικά και τις νεκροκεφαλές και διασκεδάζει τα ντυμένα σε βίνυλ πλήθη, τα οποίο λικνίζονται στους μελωδικούς ρυθμούς της γκοθ μουσικής… Ο «μπράβος» του μαγαζιού –αν κατάλαβα καλά την ιδιότητά του- ήταν ένας τύπος ένα κι ένα μιλκομπούκαλο, στρουμπουλό-στρουμπουλό παιδί με ξυρισμένο το κεφάλι στα πλαϊνά και σιδερωμένη κοτσίδα στο κέντρο του κεφαλιού. Αυτός λοιπόν, αρεσκόταν να φέρνει βόλτες ένα παγάκι στο μπούστο μιας ημιμεθυσμένης Ιρλανδής, η οποία του είχε πετάξει τον βύζο στη φόρα ανέμελο. Το πώς τα κατάφερνε βέβαια ήταν άθλος αφού στο συγκεκριμένο χέρι ο άνθρωπος φορούσε μια σειρά μεταλλικές καπότες για τα δάχτυλα- είμαι σίγουρη πως υπάρχει επιστημονική ορολογία γι’ αυτό, αλλά δεν έχει σημασία.
Το θέμα είναι πως η Ζ μου έλεγε συνέχεια πόσο συμπαθητικοί είναι όλοι αυτοί οι τύποι, και το ενδιαφέρον είναι πως την πίστεψα.
Οι επόμενες νύχτες μας περιορίστηκαν σε βόλτες στις pub, άντε και σε ένα άλλο club που έμενε ανοιχτό μέχρι αργά, αλλά εκεί μέσα το κλίμα ήταν απλώς απάλευτο…Περιτριγυρισμένη από ένα μέσο όρο ηλικίας 15 με σοβαρά ορμονικά θέματα, βρέθηκα συμπιεσμένη σε ένα beer garden, ή αλλιώς μια τρύπα με τρύπες στην οροφή για να μη μένουν τα ντουμάνια μέσα και πεθάνουμε όλοι από τις αναθυμιάσεις των παράνομων ουσιών που αναβόσβηναν εκεί μέσα…


Τα πρωινά μου στο Δουβλίνο περιλάμβαναν ένα μέσο όρο από 6 ώρες την ημέρα περπάτημα και βόλτα στην πόλη, συνήθως με βροχή, αλλά όταν ήμασταν τυχερές είχε απλώς συννεφιά. Μια-δυο φορές είδαμε και ήλιο, αλλά φυσικά αυτό δεν κράτησε πολύ. Ως επίσημη πλέον κουτσή Μαρία κυκλοφορούσα σέρνοντας το ένα πόδι σαν τον Κουασιμόδο, διασκεδάζοντας τους περαστικούς.
Η πόλη είναι πολύ όμορφη. Το ίδιο και τα πάρκα τους. Εάν δεν είχα πάθει την κουτσαβλίαση –εκτός από τις απερίγραπτες φουσκάλες, έπαθα και ένα μυϊκό-νευρικό-φλεγμονή (δεν έχω ιδέα) στην καμάρα της δεξιάς πατούσας και η ομορφιά ολοκληρώθηκε...- θα πηγαίναμε και στο μεγαλυτερο πάρκο της Ευρώπης –δεν θυμάμαι πια πως το έλεγαν…, αλλά στην κατάστασή μου είχα πρόβλημα να πάω από το σαλόνι στο μπάνιο…

Η επιστροφή μου στην Αθήνα ήταν επίσης αξιοζήλευτη. Ξενυχτησμένη να πίνουμε κρασιά με τη Ζ και τον Al κοιμήθηκα στην πτήση της Aer Lingus –αν έμενα ξύπνια μπορεί και να πεινούσα, άρα θα έπρεπε να τους πληρώσω για να φάω κάτι χημικό!-, πρόλαβα στο τσακ την πτήση της KLM, η οποία ευτυχώς είχε καθυστέρηση, γιατί η μια αεροπορική με προσγείωσε στις 8.30 (ώρα Ολλανδίας), ενώ η άλλη έκλεινε το gate στις 8.35. Και όπως είναι δεδομένο προλαβαίνω μέσα σε πέντε λεπτά να τρέξω από την μια άκρη του αεροδρομίου στην άλλη, να περάσω πάλι από έλεγχο αποσκευών και διαβατηρίων, να ανεβοκατέβω ένας θεός ξέρει πόσες σκάλες, και όλα αυτά με ένα πόδι σακατεμένο και καμένο από τα παπούτσια και το πολύωρο περπάτημα των διακοπών.
Το καλό είναι πως εγώ την πρόλαβα την πτήση. Το κακό είναι πως η βαλίτσα μου την έχασε. Βρέθηκα λοιπόν μετά από τις τρεις ώρες να περιμένω την βαλιτσούλα μου στο Ελ. Βενιζέλος, να ανυπομονώ να μοιράσω τα δωράκια που πήρα, αλλά πάνω απ’ όλα να θέλω να γυρίσω σπίτι μου, να κοιμηθώ επιτέλους. Έβλεπα όλους τους συνεπιβάτες μου να παίρνουν τα μπαγκάζια τους και να ξεκινούν ή να κλείνουν το ταξίδι τους ολοκληρωμένα και ένιωθα σαν το παιδάκι που ξέχασε να το πάρει η μαμά του από το σχολείο.
Το μυστήριο βέβαια γύρω από την χαμένη βαλίτσα λύθηκε. Δεν πρόλαβε να πάρει την ίδια πτήση με εμένα, οπότε πήρε την επόμενη και άργησε να γυρίσει σπίτι… Νομίζω αν με έπαιρνε τηλέφωνο να μου το πει να μην είχα ανησυχήσει τόσο…

Κάπως έτσι τελείωσε το ταξίδι μου στο Δουβλίνο.
Η αλήθεια είναι πως τις πρώτες μέρες ένιωθα την πόλη να μου σκάει μούντζες και να μου λέει «Άντε γύρνα στο σπιτάκι σου καλομαθημένο φυτουκλάκι, εδώ είναι Ιρλανδία, δεν είναι παίξε γέλασε», αλλά προς το τέλος δεν ήθελα να φύγω. Τους πρότεινα μάλιστα να με απαγάγουν –για να μην έχω ευθύνη που δεν γύρισα στη δουλειά, χάλασαν οι άδειες κτλ- αλλά δεν το έκανε κανείς…
Κρίμα.
Αυτοί έχασαν…

Thursday, July 19, 2007

ΕΠΕΙΔΗ ΕΙΜΑΣΤΕ ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΤΡΕΝΤΥ ΓΚΟΜΕΝΕΣ


Το όνειρο

Το βράδυ κοιμήθηκα πολύ νωρίς. Από τις 10.30 ήμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, εξαπλωμένη σαν τη χολέρα πάνω στο στρώμα και διάβαζα ένα βιβλίο. Μόλις οι δείκτες του ρολογιού έδειξαν 11.00 έγινε κάτι το μεταφυσικό.

Έσβησα το φως και αποκοιμήθηκα μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου.
Εντάξει, η αλήθεια είναι πως στη δουλειά δεν είμαι και το πιο χαλαρό άτομο του κόσμου, πάντα υπάρχει ένας σοβαρός λόγος να υστεριάσω, με αποτέλεσμα μόλις γυρνάω σπίτι να είμαι κομμάτια.
Κοιμήθηκα λοιπόν, με τη σιγουριά πως θα είμαι την επόμενη μέρα ξεκούραστη, χαλαρή, άνετη, οκτώ ώρες θα έκλεινα, άλλωστε…
Το πρωί που χτύπησε το ξυπνητήρι μου όμως ήμουν κομμάτια. Ήμουν τόσο χάλια που λίγο έλειψε να μην έρθω καν στη δουλειά.
Κατά τη διάρκεια της ημέρας προσπαθούσα να σκεφτώ γιατί νιώθω τόσο χάλια και δεν έβρισκα λόγο, μέχρι που θυμήθηκα το όνειρο που είδα.

Ήμουν, λέει, οι δίδυμοι γιοι του Ζαν Κλωντ Βαν Νταμ, και όχι μόνο ήμουν οι δίδυμοι γιοι του, αλλά μοιάζαμε (δύο γαρ) στον Ζαν Κλωντ σαν τρεις (!) σταγόνες νερό, μόνο που εμείς ήμασταν απλά λίγο πιο συρρικνωμένοι. Και δεν έφτανε μόνο αυτό, αλλά μπαίναμε και στο αυτοκίνητο εκείνη την ώρα να πάμε σε αγώνες kick boxing, στους οποίους μάλιστα θα συμμετείχαμε ως μαθητές σχολής kick boxing. Φανταστείτε εμένα –ροδαλή και παχουλή- να έχω γίνει φτυστή ο Ζαν Κλωντ, να φοράω μαύρη στολή σαν τον σαμουράι και να κάνω «χουα- χο-χεπ-ααααααααααϊα!».
Μια φρίκη…

Τουλάχιστον τώρα που κοιτάζομαι πάλι στον καθρέφτη, παρατηρώ πως ευτυχώς ουδεμία ομοιότις…

Tuesday, July 03, 2007

Η εβδομάδα των γιατρών

Κάθε Άνοιξη πηγαίνω σε όλους τους γιατρούς. Ξεκινάω με εξετάσεις αίματος, και μόλις βγουν τα αποτελέσματα ξεκινάω:
ενδοκρινολόγο
γυναικολόγο
παθολόγο
δερματολόγο
κάθε πέντε χρόνια παίζει σέντρα και ο βυζολόγος (στην επιστημονική ορολογία μαστολόγος).

Βέβαια αυτό θεωρητικά το κάνω κάθε Άνοιξη. Η εβδομάδα των γιατρώ όσο πάει και μετατίθεται. Τον ένα χρόνο είναι την Άνοιξη, τον επόμενο αρχές καλοκαιριού, τώρα έφτασα αρχές Ιουλίου. Είναι τόσο βαρετές αυτές οι μέρες που θα φύγω από τη δουλειά μου το απόγευμα και θα μπαστακωθώ στην αίθουσα αναμονής για μία και δύο ώρες, θα κοιτάζομαι με τους υπολοίπους κατά φαντασία και μη ασθενείς, θα σιχτιρίσω την ώρα και τη στιγμή που δεν έκανα μια απλή εισαγωγή σε νοσοκομείο –αν και γι’ αυτό θα πρέπει να πάρω άδεια, άρα θα πρέπει να βρω αντικαταστάτη στη δουλειά, πράγμα στην ουσία αδύνατο-, θα συνεχίσω να περιμένω και στο τέλος θα με καλέσει ο γιατρός στο γραφείο του.

Εκεί θα συμβούν διαφορετικά κατά περίπτωση πράγματα. Ο ενδοκρινολόγος θα με ζουπήξει στο λαιμό, θα μου πάρει την πίεση και θα με χρεώσει 100 ευρώ (έχω/δεν έχω κάτι, δεν έχει σημασία). Ο γυναικολόγος θα με παραπέμψει στις πεντακόσιες γραμματείς και νοσοκόμες του, θα με καθίσει στο σούπερ λουξ διαστημικό γυναικολογικό κάθισμα, θα με εξετάσει, και μετά η γραμματέας του θα μου πει πως επειδή είμαστε γνωστοί και φίλοι θα πληρώσω μόνο (!) 150 ευρώ –χωρίς απόδειξη εννοείται. Αυτόν τον γιατρό θα τον κλάσω λίγο καιρό μετά, δε θα ξαναπατήσω στο ντιζαϊνάτο ιατρείο του. Όταν βγάζω μύκητες, θέλω να μπορώ να μιλήσω μαζί του και όχι με τις γραμματείς του! Όταν νομίζω πως είμαι έγκυος θέλω να με καθησυχάσει/βρίσει/ορίσει ημερομηνία διαγραφής ο ίδιος και όχι η νοσοκόμα του!
Έπειτα θα πάω στον παθολόγο. Θα δει τις εξετάσεις μου, μαζί με τα πορίσματα των άλλων δύο, θα μου ξαναπάρει την πίεση, θα κάνει με σημασία «Αχαααα, χμμμ, όπως τα φαντάστηκα», θα με βρει απόλυτα υγιή και θα με χρεώσει 80 ευρώ –ούτε αυτός θα μου δώσει απόδειξη.
Σειρά έχει μετά ο δερματολόγος. Εκεί κι αν θα περιμένω στην αίθουσα αναμονής. Παράλληλα με το δερματολογικό λειτουργεί ο ιατρός και κέντρο αισθητικής, οπότε συγκεντρώνεται εκεί μέσα κάθε ακμή, σπυρί και κηλίδα. Περιμένω, περιμένω, περιμένω, είμαι σίγουρη πως θα μου βρει επιτέλους κάτι, τόσα λεφτά έχω ξοδέψει μέχρι στιγμής για να μου ξαναπούν πως είμαι μια χαρά, έχω και αυτά τα περίεργα σπυράκια στα χέρια. Το λιγότερο στρεπτόκοκκος.
«Ψυχοσωματικό» θα αποφανθεί ο γιατρός και θα μου ζητήσει 100 ευρώ. Θα έχω κάτσει στο γραφείο του μόλις δέκα λεπτά…

Το πραγματικό ερώτημα που προκύπτει από όλο αυτό το πατιρντί είναι απλό.
Γιατί δεν έγινα γιατρός, ο μαλάκας;
Είναι δυνατόν οι άνθρωποι που υποτίθεται πως θεραπεύουν τον κόσμο, να είναι οι βασικότεροι παράγοντες της παραοικονομίας –και απαντώ αμέσως ναι, φυσικά, εννοείται, δεν είμαι τόσο αφελής, απλά έπρεπε έστω και ρητορικά να θέσω την ερώτηση.
και τέλος θέλω να ρωτήσω: Είμαστε τόσο δειλοί και ανίκανοι να αντιδράσουμε σε αυτό; Πώς είναι δυνατόν να δεχόμαστε μια τέτοια εκμετάλλευση; Πώς ανεχόμαστε να χρυσοπληρώνουμε ανθρώπους, οι οποίοι δε λέω, σώζουν κατά καιρούς ζωές, αν και τον υπόλοιπο καιρό ξύνονται, είναι γελοίοι και τραμπούκοι;

Πολλά και φιλοσοφικά τα ερωτήματα. Όσο όμως δεν κάνω κι εγώ κάτι γι’ αυτά, θα συνεχίσω κάθε χρόνο να πληρώνω περί τα 300 ευρώ σε εξετάσεις, γιατρούς και πορίσματα, από το φόβο και μόνο μήπως πάθω κάτι. Τελικά ποιος είναι πιο μαλάκας; Εγώ ή αυτοί;

(αναγνωρίζουμε φυσικά πώς ανάμεσα σε όλους αυτούς υπάρχουν και κάποιες εξαιρέσεις. ο αριθμός τους όμως το μόνο που κάνει είναι να επιβεβαιώνει τον κανόνα).