Friday, August 17, 2007

Η Oδύσσεια μιας ταπεινής και κατακτυπημένης πατούσας


ή
Πώς πέρασε η κουτσή Μαρία στο Δουβλίνο


Διακοπές, αχ, διακοπές… Όποιος λέει αυτή τη λέξη, φαντάζεται παραλίες, αμμουδιές, ατελείωτα ρεμβάσματα στο κενό, σαπίλες στις ξαπλώστρες, αλκοόλ μέχρι τελικής πτώσης, αλλά πάνω απ’ όλα φαντάζεται ήλιο, ζέστη και θάλασσα.
Όποιος λέει αυτή τη λέξη; Όποιος, όποιος;
Όχι βέβαια! Η μικρή Μαρία αποφάσισε πως οι δικές της διακοπές θα ήταν εκτός Ελλάδος, κάπου βόρεια, κάπου όπου δεν θα ξυπνάει το βράδυ από τον καύσωνα και θα νιώθει σαν προτηγανισμένη τηγανιτή πατάτα έτοιμη να βγει από το τηγάνι (!). Κάπου όπου δε θα χρειαζόταν να φορέσει γυαλιά ηλίου, ή να κουβαλάει μαζί της αντηλιακό. Οι διακοπές της μικρής Μαρίας θα ήταν διακοπές δροσερές, ξεκούραστες, γεμάτες νέες εικόνες και εμπειρίες.

Και αποφάσισε να επισκεφτεί τη φίλη της τη Ζ στο Δουβλίνο.
Νομίζω πως εδώ μπορούμε να αφήσουμε το αφηγηματικό τρίτο πρόσωπο και να μιλήσουμε έξω από τα δόντια.
Λοιπόν!

Το ταξίδι με το αεροπλάνο κράτησε περίπου έξι ώρες –μπες, βγες, άλλαξε πτήση. Από αυτές, οι τρεις ώρες ήταν στο αεροσκάφος της KLM, όπου έχοντας ξενυχτήσει ολόκληρο το βράδυ –πετούσαμε στις 5.00 το πρωί, άρα από τις 3.30 ήμασταν στο αεροδρόμιο-, περιμέναμε σαν λυτρωτική τη στιγμή που θα μας προσέφεραν πρωινό. Η χαρά μας εξανεμίστηκε όμως όταν πάρκαραν μπροστά μας ένα πακετάκι τύπου «Περιέχω-τροφή-σε-μορφή-χαπιών-δε-χρειάζεται-να-φάτε-κάτι-άλλο» το οποίο περιείχε μια τεράστια ποσότητα από μια χημική ένωση που αν είχε πετύχει, θα παρήγαγε γιαούρτι.
Δε γαμιέται, λέμε, θα το φάμε!
Αν θυμάμαι καλά είχε γεύση φράουλα, καθώς και κάτι κομματάκια που αν ήσουν αρκετά αφελής θα τα περνούσες για πραγματική φράουλα. Το χημικό γιαούρτι συνοδευόταν από ένα ψωμάκι με βουτηράκι-μαρμελάδα ή αν το επέλεγες τυράκι, το οποίο πραγματικά θύμιζε σκηνές από ταινίες τρόμου…

Η πτήση δεν μπορώ να πω αν ήταν καλή ή όχι, γιατί κοιμόμουν σαν το μοσχάρι τις περισσότερες ώρες. Η Ζ από δίπλα μου κόντευε να πάθει συμφόρεση από την χαρά της που θα επέστρεφε τελικά στο Δουβλίνο μετά από ένα μήνα διακοπές στην Ελλάδα, που της φάνηκαν ένα ατελείωτο μαρτύριο. Και εκεί που έχουμε αλλάξει πτήση και πλέον μας μεταφέρει ασφαλώς και με επιτυχία η Aer Lingus (Άμστερνταμ- Δουβλίνο), συνεχίζω να κοιμάμαι σαν το μοσχάρι και να ροχαλίζω ελαφρώς, ακούω ξαφνικά από δίπλα μου τις φωνές της ευτυχίας: «Φτάσαμε, φτάσαμε! Ξύπνα! Δουβλίνο! Δουβλινάκι μου!».
Αποβιβαστήκαμε από το αεροπλάνο για να ανακαλύψω πως το αεροδρόμιο της Βορειοευρωπαϊκής αυτής χώρας δεν έχει και πολλές διαφορές από το δικό μας παλιό, καλό Ελληνικό. Αυτό ήδη μέτρησε στα υπέρ της χώρας την οποία επισκεπτόμουν. Το πολύ κυριλέ με είχε κουράσει.
Έχοντας συνηθίσει να ζω σε μια πόλη άλλωστε που θα παθαίναμε κρίσεις απεξάρτησης αν απομάκρυνε κανείς την μόλυνση από πάνω μας, χρειαζόμουν να δω λίγη μπίχλα.
Βέβαια οι δύο μπίχλες δεν συγκρίνονται. Οι Ιρλανδοί αρέσκονται –όπως ως γνωστόν και οι Βρετανοί- σε μειωμένες συνθήκες υγιεινής, παρ’ ότι οι δρόμοι τους κτλ είναι πολύ φροντισμένα. Φυσικά αυτό το σχόλιο δεν έχει καμία σχέση με την άποψή μου για τους ανθρώπους και τη χώρα –και τα δύο τα λάτρεψα, αλλά ας λέμε και τα πράγματα με το όνομά τους:
Δεν θέλω να πλένω τα βρακιά μου στο ίδιο πλυντήριο που τα πλένει και οποιοσδήποτε άλλος!


Τέλος πάντων. Αφού φάγαμε ένα ωραίο πρωινό στο κέντρο της πόλης, επιστρέψαμε στο σπιτάκι της Ζ, το οποίο με πραγματική αγάπη ονομάζει και η ίδια «Ποντικότρυπα». Το πρώτο πράγμα που κάναμε ήταν να καθαρίζουμε επί τρεις ώρες, για να ρίξω το απογευματάκι τον πρώτο μου υπνάκο. Έλα μου όμως που το πάπλωμα ακόμα πλενόταν και δεν είχαμε πλύνει ακόμα την κουβέρτα (ή ήταν το ανάποδο;). Το κρύο και η υγρασία που έκανε ήταν απερίγραπτα. Αφού έβαλα και το μπουφάν μου από πάνω μπας και ζεσταθώ…
Το βραδάκι η Ζ μου είχε υποσχεθεί να με κυκλοφορήσει, να δω τη νυχτερινή ζωή της πόλης. Με πήγε λοιπόν σε ένα μεταλλάδικο, όπου σύχναζαν πολλοί φίλοι και γνωστοί. Περίμενα να φρικάρω περισσότερο, η ατμόσφαιρα όμως ήταν αρκετά καλή για τη δική μου μυγιάγγιχτη αντίληψη των πραγμάτων. Άλλωστε την μουσική που άκουγαν εκεί μέσα, την άκουγα όταν ήμουν δώδεκα, οπότε το λιγότερο που προέκυψε ήταν ένα ευχάριστο αίσθημα νοσταλγίας των ανέμελων παιδικών μου χρόνων… Εκεί στο μεταλλάδικο περίμεναν με ανοιχτές αγκάλες τη Ζ, ο K –Ισπανός, ζει ήδη τρία χρόνια και εργάζεται εκεί-, η Α –ένα τρομακτικό πλάσμα 1,85 m, 150 kg,- και ο Αl –Βρετανός, ο πιο συμπαθητικός ίσως ανάμεσα στους βρυχώμενους μαλλιάδες.
Το ενδιαφέρον είναι πως από τότε που απαγορεύτηκε το κάπνισμα σε όλους τους χώρους και δεν καπνίζει κανείς πια στις pub και στα club, είναι διάχυτη στο χώρο μια μυρωδιά χλιαρής μπύρας και ιδρώτα την οποία δύσκολα συνηθίζει κανείς.

Το δεύτερο βράδυ η Ζ με πήγε σε ένα γκοθάδικο. Είχαν ήδη ξεκινήσει τα πατουσοπροβλήματα, τα παπούτσια μου είχαν προκαλέσει τρομακτικές φουσκάλες που θα τις ζήλευε και θύμα πυρκαγιάς, με αποτέλεσμα να περπατώ σαν τον κούτσαβλο.
Στο γκοθάδικο τα βρήκα λίγο σκούρα. Ήταν αρκετά σκοτεινά και υγρά –υπόγειο γαρ- ενώ για να καλύψουν τη μυρωδιά της αποχεύτεσης άναβαν συνέχεια αρωματικά στικ. Ο ιδιοκτήτης του club, ο Gr., εργάζεται τα πρωινά ως βιβλιοθηκάριος στην πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη του Trinity, ενώ τα Σαββατοκύριακα φοράει τις τεράστιες μπότες με τα μεταλλικά και τις νεκροκεφαλές και διασκεδάζει τα ντυμένα σε βίνυλ πλήθη, τα οποίο λικνίζονται στους μελωδικούς ρυθμούς της γκοθ μουσικής… Ο «μπράβος» του μαγαζιού –αν κατάλαβα καλά την ιδιότητά του- ήταν ένας τύπος ένα κι ένα μιλκομπούκαλο, στρουμπουλό-στρουμπουλό παιδί με ξυρισμένο το κεφάλι στα πλαϊνά και σιδερωμένη κοτσίδα στο κέντρο του κεφαλιού. Αυτός λοιπόν, αρεσκόταν να φέρνει βόλτες ένα παγάκι στο μπούστο μιας ημιμεθυσμένης Ιρλανδής, η οποία του είχε πετάξει τον βύζο στη φόρα ανέμελο. Το πώς τα κατάφερνε βέβαια ήταν άθλος αφού στο συγκεκριμένο χέρι ο άνθρωπος φορούσε μια σειρά μεταλλικές καπότες για τα δάχτυλα- είμαι σίγουρη πως υπάρχει επιστημονική ορολογία γι’ αυτό, αλλά δεν έχει σημασία.
Το θέμα είναι πως η Ζ μου έλεγε συνέχεια πόσο συμπαθητικοί είναι όλοι αυτοί οι τύποι, και το ενδιαφέρον είναι πως την πίστεψα.
Οι επόμενες νύχτες μας περιορίστηκαν σε βόλτες στις pub, άντε και σε ένα άλλο club που έμενε ανοιχτό μέχρι αργά, αλλά εκεί μέσα το κλίμα ήταν απλώς απάλευτο…Περιτριγυρισμένη από ένα μέσο όρο ηλικίας 15 με σοβαρά ορμονικά θέματα, βρέθηκα συμπιεσμένη σε ένα beer garden, ή αλλιώς μια τρύπα με τρύπες στην οροφή για να μη μένουν τα ντουμάνια μέσα και πεθάνουμε όλοι από τις αναθυμιάσεις των παράνομων ουσιών που αναβόσβηναν εκεί μέσα…


Τα πρωινά μου στο Δουβλίνο περιλάμβαναν ένα μέσο όρο από 6 ώρες την ημέρα περπάτημα και βόλτα στην πόλη, συνήθως με βροχή, αλλά όταν ήμασταν τυχερές είχε απλώς συννεφιά. Μια-δυο φορές είδαμε και ήλιο, αλλά φυσικά αυτό δεν κράτησε πολύ. Ως επίσημη πλέον κουτσή Μαρία κυκλοφορούσα σέρνοντας το ένα πόδι σαν τον Κουασιμόδο, διασκεδάζοντας τους περαστικούς.
Η πόλη είναι πολύ όμορφη. Το ίδιο και τα πάρκα τους. Εάν δεν είχα πάθει την κουτσαβλίαση –εκτός από τις απερίγραπτες φουσκάλες, έπαθα και ένα μυϊκό-νευρικό-φλεγμονή (δεν έχω ιδέα) στην καμάρα της δεξιάς πατούσας και η ομορφιά ολοκληρώθηκε...- θα πηγαίναμε και στο μεγαλυτερο πάρκο της Ευρώπης –δεν θυμάμαι πια πως το έλεγαν…, αλλά στην κατάστασή μου είχα πρόβλημα να πάω από το σαλόνι στο μπάνιο…

Η επιστροφή μου στην Αθήνα ήταν επίσης αξιοζήλευτη. Ξενυχτησμένη να πίνουμε κρασιά με τη Ζ και τον Al κοιμήθηκα στην πτήση της Aer Lingus –αν έμενα ξύπνια μπορεί και να πεινούσα, άρα θα έπρεπε να τους πληρώσω για να φάω κάτι χημικό!-, πρόλαβα στο τσακ την πτήση της KLM, η οποία ευτυχώς είχε καθυστέρηση, γιατί η μια αεροπορική με προσγείωσε στις 8.30 (ώρα Ολλανδίας), ενώ η άλλη έκλεινε το gate στις 8.35. Και όπως είναι δεδομένο προλαβαίνω μέσα σε πέντε λεπτά να τρέξω από την μια άκρη του αεροδρομίου στην άλλη, να περάσω πάλι από έλεγχο αποσκευών και διαβατηρίων, να ανεβοκατέβω ένας θεός ξέρει πόσες σκάλες, και όλα αυτά με ένα πόδι σακατεμένο και καμένο από τα παπούτσια και το πολύωρο περπάτημα των διακοπών.
Το καλό είναι πως εγώ την πρόλαβα την πτήση. Το κακό είναι πως η βαλίτσα μου την έχασε. Βρέθηκα λοιπόν μετά από τις τρεις ώρες να περιμένω την βαλιτσούλα μου στο Ελ. Βενιζέλος, να ανυπομονώ να μοιράσω τα δωράκια που πήρα, αλλά πάνω απ’ όλα να θέλω να γυρίσω σπίτι μου, να κοιμηθώ επιτέλους. Έβλεπα όλους τους συνεπιβάτες μου να παίρνουν τα μπαγκάζια τους και να ξεκινούν ή να κλείνουν το ταξίδι τους ολοκληρωμένα και ένιωθα σαν το παιδάκι που ξέχασε να το πάρει η μαμά του από το σχολείο.
Το μυστήριο βέβαια γύρω από την χαμένη βαλίτσα λύθηκε. Δεν πρόλαβε να πάρει την ίδια πτήση με εμένα, οπότε πήρε την επόμενη και άργησε να γυρίσει σπίτι… Νομίζω αν με έπαιρνε τηλέφωνο να μου το πει να μην είχα ανησυχήσει τόσο…

Κάπως έτσι τελείωσε το ταξίδι μου στο Δουβλίνο.
Η αλήθεια είναι πως τις πρώτες μέρες ένιωθα την πόλη να μου σκάει μούντζες και να μου λέει «Άντε γύρνα στο σπιτάκι σου καλομαθημένο φυτουκλάκι, εδώ είναι Ιρλανδία, δεν είναι παίξε γέλασε», αλλά προς το τέλος δεν ήθελα να φύγω. Τους πρότεινα μάλιστα να με απαγάγουν –για να μην έχω ευθύνη που δεν γύρισα στη δουλειά, χάλασαν οι άδειες κτλ- αλλά δεν το έκανε κανείς…
Κρίμα.
Αυτοί έχασαν…

4 comments:

bibas said...

ciao!!

kruemelmonster_schreibt said...

ciao kai se sena loipon

Zoe said...

Kala, den to pisteuw oti ksexases na anafereis ta 3 gkarazotekna pou mas ekanan na doume to thema apo alli optiki gwnia...opws episis den to pisteuw oti pareleipses to arxontiko-gia polu-fai -leme geuma stin pub...ax bax

kruemelmonster_schreibt said...

xexe!
oi kalyteres plirofories zoitsa menoun gia mas. An legame gia garazotekna, oloi tha pigainan doublino!!!